-
1 κρεοπωλης
-
2 κρεοπώλης
κρεοπώληςseller of meat: masc nom sgκρεοπωλέωdeal in butcher's meat: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 κρεοπώλης
ο, κρεοπώλις (-ιδος) η мясник, продавец, -щица мяса, торговец, -ка мясом -
4 κρεοπώλης
[крэополис] ουσ. а мясник.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κρεοπώλης
-
5 κρεοπώλης
[крэополис]ουσ α мясник. -
6 κρεοπώλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοπώλης
-
7 κρεοπώλης
boucher -
8 κρεοπώλης
1) masarz (m) rzecz.2) rzeźnik (m) rzecz. -
9 κρεοπώλης
řezník -
10 κρεοπώλης
butcherΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κρεοπώλης
-
11 κρεοπώλαις
κρεοπώληςseller of meat: masc dat pl -
12 κρεοπώλην
κρεοπώληςseller of meat: masc acc sg (attic epic ionic) -
13 masarz
κρεοπώλης -
14 мясник
-
15 κρεοπώλας
κρεοπώλᾱς, κρεοπώληςseller of meat: masc acc plκρεοπώλᾱς, κρεοπώληςseller of meat: masc nom sg (epic doric aeolic) -
16 carnarius
carnārius, a, um (2. caro), zum Fleische gehörig, Fleisch-, I) adi.: ›carnārius, a, σάρκινος ‹, Gloss. – II) subst.: A) carnārius, ī, m., 1) ein Fleischliebhaber (Ggstz. pinguiarius), scherzh. b. Mart. 11, 100, 6. – 2) = κρεοπώλης, der Fleischhändler, Fleischer, Gloss. – B) carnāria, ae, f., Fleischbude, Varr. LL. 8, 55. – C) carnārium, ī, n., a) die Fleischkammer, Rauchkammer, zuw. auch der Fleischhaken in derselben, Plaut., Scriptt. r. r. u.a. – b) eine Fleischhackerei, Metzelei, Petr. 45, 6.
-
17 мясник
ο κρεοπώλης, ο χασάπης (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мясник
-
18 мясник
мясн||икм ὁ χασάπης, ὁ κρεοπώλης. -
19 κρεοπώλαι
-
20 κρεοπῶλαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρεοπώλης — seller of meat masc nom sg κρεοπωλέω deal in butcher s meat imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοπώλης — ο, θηλ. κρεοπώλις (AM κρεοπώλης, θηλ. κρεόπωλις) αυτός που πουλά κρέας, χασάπης αρχ. (το θηλ. και ως επίθ.) κρεοπωλική («κρεόπωλις ἀγορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. κεραμο πώλης, οινο πώλης] … Dictionary of Greek
κρεοπώλης — ο χασάπης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεοπῶλαι — κρεοπώλης seller of meat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοπώλαις — κρεοπώλης seller of meat masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοπώλην — κρεοπώλης seller of meat masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοπωλώ — κρεοπωλῶ, έω (Α) [κρεοπώλης] είμαι κρεοπώλης, πουλώ κρέας … Dictionary of Greek
μοσχομάγειρος — μοσχομάγειρος, ὁ (Α) αυτός που πουλά μόσχους, κρεοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + μάγειρος «κρεοπώλης»] … Dictionary of Greek
κρεοπώλας — κρεοπώλᾱς , κρεοπώλης seller of meat masc acc pl κρεοπώλᾱς , κρεοπώλης seller of meat masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
κατιμάς — και κατμάς, ο κομμάτι κρέατος κατώτερης ποιότητας, το οποίο προσθέτει ο κρεοπώλης στο κρέας που έχει ζητήσει ο πελάτης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. επίθ. katma «πρόσθετος, μικτός»] … Dictionary of Greek